Ερωτήσεις για ελληνογερμανικές κληρονομικές υποθέσεις
Ακόλουθα σας παρέχω απαντήσεις και εξηγήσεις για τις πιο συνήθεις ερωτήσεις και τα πιο συχνά θέματα που προκύπτουν σε ελληνογερμανικές κληρονομικές υποθέσεις (οι παρούσες πληροφορίες δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να αντικαθιστούν την υπεύθυνη νομική συμβουλή από δικηγόρο ή συμβολαιογράφο και προορίζονται μόνο να δώσουν γενικές κατευθύνσεις και οδηγίες για αρχικό προσανατολισμό).
Καταρχάς τι σημαίνει ελληνογερμανική κληρονομική υπόθεση; Υπάρχει αυτή η λέξη; Φυσικά ούτε το γερμανικό, ούτε το ελληνικό δίκαιο προβλέπουν ως νομικό όρο την «ελληνογερμανική κληρονομική υπόθεση». Η πραγματικότητα, ωστόσο, τις γνωρίζει. Πρόκειται για όλες τις κληρονομικές περιπτώσεις, στις οποίες η ζωή η ίδια έκανε άνω κάτω περιουσιακά στοιχεία και ανθρώπους στην Ελλάδα και στη Γερμανία.
Φέρ’ ειπείν το ελληνογερμανικό ανδρόγυνο που έχει περιουσία στη Γερμανία και στην Ελλάδα και απολαμβάνουν τη ζωή τους πλέον ως συνταξιούχοι στην Ελλάδα, ενώ δύο από τα τέκνα τους εξακολουθούν να ζουν στη Γερμανία και ένα τρίτο σπουδάζει στην Ελλάδα. Ή οι Έλληνες σύζυγοι που ζουν επί σαράντα χρόνια στη Γερμανία και έχουν αποκτήσει ακίνητη περιουσία και στις δυο χώρες.
Ή το ανδρόγυνο που ζει πλέον σε διάσταση, όπου ο ένας από τους συζύγους κατοικεί πλέον μόνιμα στην Ελλάδα και ο άλλος στη Γερμανία.
Αμέτρητες οι περιπτώσεις και τα παραδείγματα που δημιουργεί η ίδια η ζωή. Από αυτές και παρόμοιες καταστάσεις και συνδυασμούς δεδομένων προκύπτουν συχνά ειδικά ερωτήματα και ειδικά προβλήματα που ίσως συνοψίζονται καλύτερα υπό την επικεφαλίδα της «ελληνογερμανικής κληρονομικής υπόθεσης».
Ακολουθούν λοιπόν τα πιο συχνά ερωτήματα και προβλήματα σε σχέση με την ως άνω περιγραφόμενη ελληνογερμανική κληρονομική υπόθεση. Παρακαλώ να έχετε υπόψη ότι η παρουσίαση εδώ παραμένει πάντα γενική και δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αντικαταστήσει την εξέταση μιας συγκεκριμένης περίπτωσης από νομικό της εμπιστοσύνης σας.
Ποιο Δίκαιο εφαρμόζεται στην κληρονομική διαδοχή μου; Παίζει ρόλο που διαμένω;
Είμαι Έλληνας και ζω στη Γερμανία. Εφαρμόζεται γερμανικό κληρονομικό δίκαιο στην κληρονομική διαδοχή μου;
Εν συντομία: Πιθανόν ναι!
(συχνά επακόλουθη ερώτηση: Αυτό ισχύει και για ακίνητα και περιουσία που βρίσκονται στην Ελλάδα; Εν συντομία: Συνήθως ναι!)
Λεπτομερέστερα:
Η απάντηση στο ερώτημα του εφαρμοστέου δικαίου στα θέματα κληρονομικής διαδοχής ήταν παλαιότερα συνδεδεμένη κυρίως με την υπηκοότητα του κληρονομούμενου. Εάν ο κληρονομούμενος ήταν Έλληνας, εφαρμοζόταν ελληνικό δίκαιο, εάν ήταν Γερμανός, εφαρμοζόταν γερμανικό δίκαιο.
Εδώ όμως έχει επέλθει μία σημαντική αλλαγή! Στις 17.08.2015 τέθηκε σε ισχύ σχεδόν σε όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε., μεταξύ των οποίων και η Γερμανία και η Ελλάδα ο Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 650/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.
Έτσι παλαιότερα και για την κληρονομική διαδοχή που επερχόταν μέχρι και την 17.08.2015 ίσχυε γενικώς (με εξαιρέσεις) το εξής: Εφαρμοστέο ήταν το δίκαιο του κράτους, του οποίου την ιθαγένεια είχε ο κληρονομούμενος κατά τον χρόνο του θανάτου του. Αυτό όριζε το ελληνικό διεθνές κληρονομικό δίκαιο στο άρθ. 29 του Αστικού Κώδικα, αλλά και το παλαιότερο γερμανικό άρθ. 25 EGBGB: Ήταν Έλληνας ο κληρονομούμενος; Εφαρμοζόταν ελληνικό δίκαιο. Ήταν Γερμανός ο κληρονομούμενος; Εφαρμοζόταν γερμανικό δίκαιο (πάντα κατά κανόνα, υπήρχαν και εξαιρέσεις). Αυτό άλλαξε το 2015!
Τι ισχύει σήμερα: Για τη κληρονομική διαδοχή προσώπων των οποίων ο θάνατος επήλθε κατά τη 17η Αυγούστου ή μετά τη 17η Αυγούστου 2015 καταρχήν είναι εφαρμοστέο το δίκαιο του κράτους, στο οποίο ο θανών είχε τη συνήθη διαμονή του κατά τον χρόνο του θανάτου του και μάλιστα για το σύνολο της κληρονομίας. Αυτό ισχύει βάση του παραπάνω Κανονισμού (ΕΕ) 650/2012 εξίσου σε Ελλάδα και Γερμανία (ίδια νομική ρύθμιση).
Για την κληρονομική διαδοχή ενός Έλληνα που ζει επί χρόνια στη Γερμανία εφαρμόζεται δηλαδή κατά κανόνα γερμανικό κληρονομικό δίκαιο! Εξίσου εφαρμόζεται για τον Γερμανό που ζει στην Ελλάδα ελληνικό κληρονομικό δίκαιο.
Εδώ δεν έχει σημασία ποια περιουσία συμπεριλαμβάνεται στην κληρονομία και πού βρίσκεται αύτη (δεν ισχύει δηλαδή ότι για ακίνητη περιουσία στην Ελλάδα ενός Έλληνα με συνήθη διαμονή στη Γερμανία κατ’ εξαίρεση εφαρμόζεται ελληνικό κληρονομικό δίκαιο. Η γνωστή αποδοχή κληρονομιάς ενώπιον συμβολαιογράφου σε περίπτωση ακινήτου στην Ελλάδα υπόκειται στο κληρονομικό μέρος της σε γερμανικό δίκαιο, εφόσον ο θανών είχε κατά το χρόνο του θανάτου του τη συνήθη διαμονή του στη Γερμανία και δεν προέβη σε διαφορετική ρύθμιση).
Έχει σημασία ποιο δίκαιο εφαρμόζεται;
Εν συντομία: Ναι.
Λεπτομερέστερα: Ναι μεν υπάρχουν μεταξύ του ελληνικού και του γερμανικού εμπράγματου κληρονομικού δικαίου πολλές ομοιότητες και κοινά στοιχεία, υπάρχουν ωστόσο και σημαντικές διαφορές (επειδή εδώ δεν υπάρχει περιθώριο να αναφερθώ σε όλες τις διαφορές, θα περιοριστώ ακόλουθα σε μια επιλογή):
- Η νόμιμη μοίρα
Και το ελληνικό και το γερμανικό κληρονομικό δίκαιο θεωρούν άδικο το να μη λάβουν σε περίπτωση κληρονομικής διαδοχής από διαθήκη ο σύζυγος, τα τέκνα, τα εγγόνια ή οι γονείς τίποτα, εφόσον αυτοί κανονικά θα ήταν νόμιμοι κληρονόμοι. Για το λόγο αυτό ο νόμος εξασφαλίζει στα πρόσωπα αυτά τη λεγόμενη «νόμιμη μοίρα», εφόσον θα ήταν νόμιμοι κληρονόμοι κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου. H νόμιμη μοίρα ανέρχεται στο ήμισυ της νόμιμης κληρονομιαίας μερίδας. Μέχρι εδώ υπάρχει σύμπνοια στο ελληνικό και το γερμανικό δίκαιο.
Μια σημαντική διαφορά υφίσταται όμως στην ποιότητα αυτού του δικαιώματος της νόμιμης μοίρας:
Βάση γερμανικού δικαίου ο δικαιούχος νόμιμης μοίρας αποκτά μόνο ενοχική αξίωση κατά των κληρονόμων προς καταβολή χρηματικού ποσού, που αντιστοιχεί στο ύψος της μερίδας του από τη νόμιμη μοίρα. Δεν καθίσταται δηλαδή κληρονόμος, αλλά μόνο πιστωτής χρηματικής απαίτησης.
Αντίθετα, με βάση το ελληνικό δίκαιο ο δικαιούχος νόμιμης μοίρας δεν είναι πιστωτής της κληρονομίας, αλλά γίνεται κανονικός κληρονόμος. Ο νόμιμος μεριδούχος κατά το νόμιμο ποσοστό του συμμετέχει ως αναγκαίος κληρονόμος (άρθρο 1825 του Αστικού Κώδικα) στην κληρονομία.
Παράδειγμα της διαφοράς στην πράξη:
Ο κληρονομούμενος ήταν χήρος και όρισε μέσω διαθήκης ότι όλη την περιουσία του, συμπεριλαμβανομένης και μιας Βίλλας Αρτ Ντεκό στο κέντρο του Μονάχου που νοικιάζεται για 6.000 € το μήνα θα την κληρονομήσει η πρόσφατα εμφανισθείσα στη ζωή του μεγάλη του αγάπη Χ. Οι γιοι του δεν κληρονομούν τίποτα, άλλοι συγγενείς δεν υπάρχουν.
– βάση γερμανικού δικαίου οι γιοι θα μπορούσαν να αξιώσουν την καταβολή του χρηματικού ποσού της αξίας της μισής κληρονομιάς (χωρίς διαθήκη θα έπαιρναν από 50% του ακινήτου, λόγω αποκλήρωσης περιορίζονται στη νόμιμη μοίρα, που είναι το μισό της κληρονομικής τους μερίδας, δηλαδή από 25% ο καθένας). Δεν θα γίνουν κληρονόμοι και δεν θα μπορούν να συμμετέχουν στην εκμετάλλευση του ακινήτου.
– βάση ελληνικού δικαίου οι δύο γιοι καθίστανται «κανονικοί» κληρονόμοι κατά το νόμιμο ποσοστό τους (το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας, 25%), και μετέχουν κατά το ποσοστό αυτό ως κληρονόμοι στο ακίνητο. Προβαίνοντας σε αποδοχή κληρονομίας για το ποσοστό τους και μεταγράφοντάς την γίνονται δηλαδή συγκύριοι, συννομείς και συγκάτοχοι του ακινήτου, έχοντας εμπράγματο δικαίωμα επ΄αυτού. Συμμετέχουν στα ενοίκια και έχουν ως κληρονόμοι εμπράγματο δικαίωμα στο ακίνητο το ίδιο, όχι μόνο απαίτηση πληρωμής κατά της κληρονόμου εκ διαθήκης. Στην πράξη αυτό μπορεί να κάνει μεγάλη διαφορά. - Κληρονομικές συμβάσεις και συνδιαθήκες
Η γνωστή στη Γερμανία υπό τον όρο «βερολινέζικη διαθήκη» (Berliner Testament), που είναι αρκετά συνηθισμένη πρακτική και αποτελεί κοινή διαθήκη μεταξύ συζύγων, με την οποία μέσα σε μια ενιαία πράξη διαθήκης οι σύζυγοι εγκαθιστούν αμοιβαία ο ένας τον άλλο ως κληρονόμο, για να ορίσουν τελικά και οι δυο το κοινό τους τέκνο ως τελικό κληρονόμο μετά το θάνατο και των δύο, στην Ελλάδα είναι βάση τις ρύθμισης του άρθρου 368 ΑΚ σαν κληρονομική σύμβαση άκυρη. Ο Έλληνας νομοθέτης ακολουθεί εδώ (ακόμη) την παράδοση του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, παρόλο που η χρήση συμβάσεων είναι σκόπιμη για την αποτελεσματική ρύθμιση της κληρονομιάς. Το ίδιο – η ακυρότητα – ισχύει για κάθε είδους κληρονομικής σύμβασης (με εξαίρεση την lex onassis). Σε θεωρία και επιστήμη υπάρχουν βέβαια αρκετές απόψεις υπέρ της προσαρμογής του ελληνικού δικαίου στις σύγχρονες απαιτήσεις (π.χ. Ελένη Ζερβογιάννη, Κληρονομικές συμβάσεις: Από την απαγόρευση στην αναζήτηση θεμιτών εναλλακτικών. Ιδίως η εγκατάσταση κληρονόμου έναντι ανταλλάγματος, εκδ. Σάκκουλα Α.Ε., Αθήνα/Θεσσαλονίκη 2015). Το ανώτατο ελληνικό Δικαστήριο όμως, ο Άρειος Πάγος, εμμένει μέχρι σήμερα στη νομολογία του υπέρ της ακυρότητας τέτοιων συμβάσεων (ενδεικτικά οι αποφάσεις ΑΠ 297/2015 από 14.01.2015 και ΑΠ 2126/2017 από 03.04.2017) με την αιτιολογία ότι τέτοιου είδους συμβάσεις αντίκεινται στα χρηστά ήθη. Ως τέτοιες θεωρεί το ελληνικό Ανώτατο Ακυρωτικό όλες τις συμβάσεις με τις οποίες δεσμεύεται υπέρμετρα η ελευθερία του προσώπου και οι οποίες περιέχουν τροποποιήσεις της εξ αδιαθέτου διαδοχής ή της διαδοχής από διαθήκη του Αστικού Κώδικα ή εν ζωή παραίτηση από κληρονομικά δικαιώματα ή και κάθε είδους συμβατική ρύθμιση της μελλοντικής κληρονομίας.
Έτσι η «βερολινέζικη διαθήκη», όπως περιγράφηκε πιο πάνω, είναι για δύο λόγους προβληματική στην Ελλάδα: Αφενός το άρθρο 1717 του ελληνικού Αστικού Κώδικα απαγορεύει τη σύνταξη (κοινής) διαθήκης από περισσότερα πρόσωπα. Αφετέρου το άρθρο 368 του ελληνικού ΑΚ ορίζει, ότι οι κληρονομικές συμβάσεις είναι άκυρες. Παρέλκει η εξέταση του ζητήματος για το εάν η παραβίαση του άρθρου 1717 ΑΚ αφορά μη τήρηση του αναγκαίου τύπου ή αν οδηγεί σε ουσιαστική ακυρότητα, αφού σε κάθε περίπτωση η «βερολινέζική διαθήκη» θα είναι κατά κανόνα άκυρη, επειδή θα παραβιάζει το άρθρο 368 ΑΚ.
Καθίσταται φανερό ότι η εφαρμογή του ενός ή του άλλου δικαίου είναι καθοριστικής σημασίας.
Παραδείγματα:
Ζευγάρι Γερμανών συζύγων συντάσσει
– ενώ ζει στην Ελλάδα (περίπτωση α)
– ενώ ζει ακόμα στη Γερμανία (περίπτωση β)
ιδιόγραφα κοινή διαθήκη με δεσμευτική ισχύ, με την οποία οι σύζυγοι εγκαθιστούν ο ένας τον άλλον ως κληρονόμο τους. Με την ίδια διαθήκη ορίζουν ότι τα κοινά τους τέκνα θα αποκτήσουν όλη την κληρονομία μετά το θάνατο και του συζύγου που θα αποβιώσει δεύτερος. Η κληρονομική περίπτωση, δηλαδή ο θάνατος, επέρχεται στην Ελλάδα.
Περίπτωση α: Η διαθήκη συντάχθηκε στην Ελλάδα, όταν οι σύζυγοι ζούσαν ήδη εκεί, ένας σύζυγος αποβιώνει στην Ελλάδα: Επειδή σύμφωνα με το άρθ. 21 αρ. 1 του παραπάνω Κανονισμού είναι εφαρμοστέο το δίκαιο του κράτους, στο οποίο ο κληρονομούμενος είχε τη συνήθη διαμονή του κατά το χρόνο του θανάτου του, εφαρμόζεται ελληνικό δίκαιο (εφόσον πράγματι η διαμονή ήταν στην Ελλάδα). Η διαθήκη, ακόμα και εάν θεωρηθεί τυπικά έγκυρη σύμφωνα με το δίκαιο της ιθαγένειάς των κληρονομούμενων, θα είναι όμως απολύτως άκυρη σύμφωνα με το εφαρμοστέο ελληνικό δίκαιο και συγκεκριμένα τα άρθρα 1717 και 368 του Αστικού Κώδικα.
Περίπτωση β: Η κοινή διαθήκη (συνδιαθήκη) συντάχθηκε στη Γερμανία, όταν οι σύζυγοι κατοικούσαν εκεί: Σχετικά με το ερώτημα, σύμφωνα με ποιο δίκαιο θα κριθεί το επιτρεπτό, η ουσιαστική εγκυρότητα και η δεσμευτικότητα της συνδιαθήκης ή μιας κληρονομικής σύμβασης, το άρθρο 25 παρ. 2 του Κανονισμού περιέχει μία ειδική διάταξη:
Κρίσιμη εδώ δεν είναι η συνήθης διαμονή κατά το χρόνο που επήλθε η κληρονομική περίπτωση, αλλά η απάντηση στο ερώτημα, ποιο δίκαιο θα ήταν εφαρμοστέο σύμφωνα με τον Κανονισμό κατά το χρόνο σύνταξης της συνδιαθήκης.
Με άλλα λόγια: Κρίσιμος χρόνος για την εξέταση της συνήθους διαμονής και κατ΄επέκταση της εγκυρότητας είναι όχι ο χρόνος του θανάτου, αλλά ο χρόνος της σύνταξης της συνδιαθήκης. Εδώ όμως δεν επαρκεί η συνδιαθήκη να είναι έγκυρη σύμφωνα με το δίκαιο που εφαρμόζεται σε ένα από τα πρόσωπα που τη συντάσσουν, αλλά πρέπει να είναι έγκυρη σύμφωνα με το δίκαιο που εφαρμόζεται και για τους δύο συντάκτες της.
Στην περίπτωση α) οι σύζυγοι είχαν κατά τη σύνταξη της κοινής τους διαθήκης τη συνήθη διαμονή τους στην Ελλάδα. Επομένως η ειδική ρύθμιση του άρθρου 25 δεν οδηγεί σε διαφορετικό αποτέλεσμα και εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο. Στην περίπτωση β) οι σύζυγοι είχαν κατά τη σύνταξη της κοινής τους διαθήκης αμφότεροι ακόμα την κοινή συνήθη διαμονή τους στη Γερμανία. Σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 2 του Κανονισμού επομένως εφαρμοστέο είναι το γερμανικό δίκαιο. Σύμφωνα με αυτό η κοινή διαθήκη είναι έγκυρη εφόσον τηρήθηκε ο απαιτούμενος τύπος.
ΑΛΛΑ: Σε περίπτωση που το κληρονομικό δικαίωμα του συζύγου που επιζεί ή άλλου κληρονόμου ασκείται ενώπιον ελληνικού δικαστηρίου ή συμβολαιογράφου (παραδείγματος χάριν επειδή στην κληρονομία ανήκει ακίνητο που βρίσκεται στην Ελλάδα), δεν μπορεί να αποκλειστεί η περίπτωση, ο Έλληνας συμβολαιογράφος ή το ελληνικό δικαστήριο να θεωρήσει, ορμώμενο από την προπεριγραφείσα νομολογία του Αρείου Πάγου, ότι η κατά γερμανικό δίκαιο έγκυρη συνδιαθήκη αντίκειται στην ελληνική δημόσια τάξη (εφόσον το άρθρο 368 του ελληνικού ΑΚ συνεχίσει να θεωρείται βασική αρχή του ελληνικού δικαίου) και για το λόγο αυτό να μην αναγνωριστεί σύμφωνα με το άρθρο 35 του Κανονισμού. Εδώ δηλαδή θα μπορούσε να τύχει εφαρμογής η επιφύλαξη της δημόσιας τάξης, σύμφωνα με την οποία η εφαρμογή διάταξης του δικαίου οποιουδήποτε κράτους που ορίζεται από τον Κανονισμό – εδώ του γερμανικού δικαίου – μπορεί να αποκλεισθεί εάν η εν λόγω εφαρμογή είναι προδήλως ασυμβίβαστη με τη δημόσια τάξη (ordre public) του κράτους μέλους του δικάζοντος δικαστηρίου.
- Κληρονομικό δικαίωμα συζύγων:
Σύμφωνα με το γερμανικό δίκαιο ο σύζυγος που επιζεί κληρονομεί με βάση την εξ αδιαθέτου διαδοχή, εφόσον υπάρχουν άλλοι συγκληρονόμοι της πρώτης τάξης, π.χ. γνήσια τέκνα, το ήμισυ (1/2) της περιουσίας του κληρονομούμενου. Αυτό ισχύει εάν οι σύζυγοι ζούσαν στο κατά κανόνα (αυτόματα βάση νόμου) ισχύοντα σύστημα συμμετοχής στα αποκτημένα (gesetzlicher Güterstand der Zugewinngemeinschaft). Το απλό μερίδιο του ¼ προσαυξάνεται με ένα επιπλέον ¼ για ισοφάριση της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτημένα.
Σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο ο σύζυγος που επιζεί καλείται, ως κληρονόμος εξ αδιαθέτου, με τους συγγενείς της πρώτης τάξης στο τέταρτο (1/4) της κληρονομίας. Μόνο με συγγενείς των επόμενων τάξεων το ποσοστό του συζύγου στην εξ αδιαθέτου κληρονομία αυξάνεται στο 1/2 και στο ελληνικό δίκαιο. Και μόνο εφόσον δεν υπάρχει κανένας άλλος συγγενής των πρώτων τεσσάρων τάξεων, τότε και μόνο ο σύζυγος κληρονομεί το σύνολο της περιουσίας του κληρονομούμενου.
Είναι προφανές ότι το δικαίωμα του επιζώντα συζύγου στην κληρονομία μπορεί να χαρακτηριστεί ως γενικά ασθενέστερο στο ελληνικό δίκαιο (εδώ μπορεί να είναι και κρίσιμο ποιο περιουσιακό δίκαιο των συζύγων εφαρμόζεται, αυτό όμως ξεπερνάει τα πλαίσια εδώ).
- Προθεσμία αποποίησης της κληρονομίας:
Ανάλογα με το στην κληρονομική περίπτωση εφαρμοστέο δίκαιο θα κριθούν και οι προθεσμίες αποποίησης της κληρονομίας.
Σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο (άρθρο 1847 του ελληνικού ΑΚ) ο κληρονόμος μπορεί να αποποιηθεί την κληρονομία μέσα σε προθεσμία τεσσάρων (4) μηνών από τότε που έμαθε την επαγωγή και τον λόγο της. Αν ο κληρονομούμενος είχε την τελευταία κατοικία του στο εξωτερικό ή αν ο κληρονόμος έμαθε την επαγωγή όταν διέμενε στο εξωτερικό, η προθεσμία είναι ενός (1) έτους. Κατά κανόνα οι ανωτέρω προθεσμίες αρχίζουν να μετρούν από το χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου, εκτός από τη διαδοχή από διαθήκη και ορισμένων εξαιρέσεων που ο θάνατος δεν περιήλθε εγκαίρως στη γνώση του κληρονόμου.
Σύμφωνα με το γερμανικό δίκαιο (άρθρο 1944 του γερμανικού ΑΚ) ο κληρονόμος μπορεί να αποποιηθεί την κληρονομία μέσα σε προθεσμία έξι (6) εβδομάδων από τότε που έμαθε την επαγωγή και το λόγο της. Αν ο κληρονομούμενος είχε την τελευταία κατοικία του στο εξωτερικό ή αν ο κληρονόμος έμαθε την επαγωγή όταν διέμενε στο εξωτερικό, η προθεσμία είναι έξι (6) μηνών. Κατά κανόνα και εδώ οι ανωτέρω προθεσμίες αρχίζουν να μετρούν από το χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου, εκτός από τη διαδοχή από διαθήκη και ορισμένων εξαιρέσεων που ο θάνατος δεν περιήλθε εγκαίρως στη γνώση του κληρονόμου.
Για όλους τους παραπάνω λόγους είναι σαφές ότι μπορεί να κάνει σημαντική διαφορά το ποιο δίκαιο είναι εφαρμοστέο σε κάθε συγκεκριμένη κληρονομική περίπτωση, ελληνικό ή γερμανικό.
Τι είναι η «συνήθης διαμονή»;
Ο νομοθέτης καθόρισε τα κριτήρια για τον προσδιορισμό της συνήθους διαμονής στα σημεία 23 και 24 του προοιμίου του Κανονισμού:
- η διάρκεια και η κανονικότητα της παρουσίας του κληρονομούμενου στο συγκεκριμένο κράτος,
- οι συνθήκες και οι λόγοι της παρουσίας του στο συγκεκριμένο κράτος,
- ο στενότερος δεσμός του κληρονομούμενου με ένα συγκεκριμένο κράτος με οικογενειακά, κοινωνικά και επαγγελματικά κριτήρια,
- ενδεχομένως και η υπηκοότητά του και ο τόπος που διατηρούσε τα κύρια περιουσιακά του στοιχεία.
Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι για τη «συνήθη διαμονή» είναι κρίσιμη η διεύθυνση στην οποία ήταν δηλωμένος ο κληρονομούμενος. Ακούγεται συχνά ότι «Ο κληρονομούμενος ήταν δηλωμένος στην Ελλάδα / στη Γερμανία, άρα εκεί ήταν η συνήθης διαμονή του!» Αυτό όμως δεν ισχύει. Ο Κανονισμός απαιτεί φυσική παρουσία (διάρκεια και κανονικότητα της διαμονής). Η διεύθυνση στην οποία είναι δηλωμένο κανείς δεν παίζει σχεδόν κανένα ρόλο (θα μπορούσε όμως να αποτελέσει ένδειξη για την πραγματική συνήθη διαμονή, εφόσον αυτή δεν μπορεί να διαπιστωθεί αλλιώς). Εφόσον όμως είναι γνωστές οι περιστάσεις που θεμελιώνουν σύμφωνα με τα προπεριγραφέντα κριτήρια του Κανονισμού συνήθη διαμονή στο ένα ή το άλλο κράτος, τότε η διεύθυνση στην οποία είναι δηλωμένος κανείς δεν παίζει ρόλο.
Ποιο δικαστήριο και ποια αρχή είναι αρμόδια;
Εξαρτάται για ποια αρμοδιότητα μιλάμε. Τα συχνότερα ερωτήματα που τίθενται είναι:
- η σύνταξη δημόσιας διαθήκης σε συμβολαιογράφο,
- η αίτηση για την παροχή κληρονομητηρίου,
- η αποποίηση κληρονομίας,
- κάποια κληρονομική διαφορά,
- η συμβολαιογραφική πράξη αποδοχής κληρονομίας σε περίπτωση κυριότητας ακινήτου στην Ελλάδα
Αρμοδιότητα για τη σύνταξη δημόσιας διαθήκης σε συμβολαιογράφο:
Η δημόσια διαθήκη μπορεί να συνταχθεί σε οποιονδήποτε συμβολαιογράφο στην Ελλάδα ή τη Γερμανία. Ακόμα και το ερώτημα, ποιο είναι το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο στην κληρονομική περίπτωση, δεν μας απασχολεί εδώ. Ο διαθέτης που μένει στη Γερμανία θα μπορούσε επομένως θεωρητικά να συντάξει δημόσια διαθήκη σε συμβολαιογράφο στην Ελλάδα, όπου μελλοντικά – εφόσον κατά το χρόνο του θανάτου του εξακολουθεί να υφίσταται διαμονή στη Γερμανία – θα εφαρμοστεί γερμανικό δίκαιο για την επαγωγή της κληρονομίας.
Από την άλλη ένας πολίτης που κατοικεί στην Ελλάδα μπορεί να προβεί σε σύνταξη δημόσιας διαθήκης ενώπιον συμβολαιογράφου στη Γερμανία, παρόλο που λόγω της συνήθους διαμονής του στην Ελλάδα θα εφαρμοστεί σε περίπτωση θανάτου του το ελληνικό δίκαιο. Τέτοιο είδος «συμβολαιογραφικού τουρισμού» κατά κανόνα όμως δεν ενδείκνυται, διότι ο εκάστοτε συμβολαιογράφος συνήθως δεν γνωρίζει το δίκαιο του άλλου κράτους και δεν θα είναι σε θέση να συμβουλεύσει κατάλληλα τον διαθέτη και να απαντήσει σε τυχόν ερωτήματα του ουσιαστικού δικαίου. Εφόσον όμως δεν χρειάζεται νομική συμβουλή ή δεν την επιθυμεί ο διαθέτης, η σύνταξη διαθήκης από Γερμανό στην Ελλάδα θα είχε το πλεονέκτημα ότι θα ήταν πολύ πιο οικονομική, διότι στη Γερμανία σε περίπτωση διαθήκης η αμοιβή του συμβολαιογράφου καθορίζεται από το ύψος της κληρονομίας, ενώ στην Ελλάδα η αμοιβή είναι στάνταρ, ανεξαρτήτως του ύψους της κληρονομιαίας περιουσίας.
Αρμοδιότητα επί αιτήσεως χορήγησης κληρονομητήριο:
Σε όλες τις κληρονομικές υποθέσεις που ανακύπτουν από 17.08.2015 και μετά η αρμοδιότητα για τη χορήγηση κληρονομητηρίου προκύπτει από τον Κανονισμό 650/2012. Σύμφωνα με το άρθρο 4 του Κανονισμού αρμόδιο είναι βασικά το δικαστήριο του κράτους-μέλους, στο οποίο ο κληρονομούμενος είχε κατά το χρόνο του θανάτου του τη συνήθη διαμονή του (για λόγους ασφάλειας το εφαρμοστέο δίκαιο και η διεθνής δικαιοδοσία ταυτίζονται). Εξαίρεση: Σε περίπτωση που ο θανόντας είχε προβεί σε επιλογή του δικαίου που θα διέπει την κληρονομική διαδοχή (όταν δηλαδή επέλεξε αντί του δικαίου της συνήθους διαμονής του το δίκαιο της υπηκοότητάς του), τότε οι διάδικοι (συνήθως οι κληρονόμοι) μπορούν σύμφωνα με το άρθρο 5 του Κανονισμού να προβούν σε συμφωνία παρέκτασης της αρμοδιότητας στο δικαστήριο του κράτους-μέλους, του οποίου το δίκαιο είναι εφαρμοστέο.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε τον Ιούνιο 2018 (απόφαση C-20/17) ότι η ρύθμιση του άρθρου 4 είναι αποκλειστική. Η διαπίστωση από το δικαστήριο οποιασδήποτε άλλης παράλληλης διεθνούς δικαιοδοσίας, για παράδειγμα η δικαιοδοσία για έκδοση κληρονομητηρίου στη Γερμανία, το οποίο θα περιορίζεται στην περιουσία που βρίσκεται στη Γερμανία, όπως αυτό προβλέπεται από το γερμανικό δίκαιο, είναι πλέον απαράδεκτη. Το κατά αντικείμενο περιορισμένο σε εύρος αυτού του είδους κληρονομητήριο που προβλέπεται από το γερμανικό εθνικό δίκαιο είναι πλέον στα πλαίσια της εφαρμογής του Κανονισμού ανύπαρκτο.
Αρμοδιότητα για την αποποίηση της κληρονομίας:
Και η αρμοδιότητα για την αποποίηση της κληρονομίας όχι απλά μόνο ρυθμίστηκε με τον Κανονισμό, αλλά απλοποιήθηκε: Σύμφωνα με το άρθρο 13 του Κανονισμού η αποποίηση μπορεί να δηλωθεί όχι μόνο στο δικαστήριο ή την αρχή που έχει διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 4 του Κανονισμού, αλλά μπορεί να γίνει και στα δικαστήρια του κράτους-μέλους της συνήθους διαμονής του αποποιούμενου.
Εφόσον μιλάμε επομένως για κληρονομική περίπτωση μετά την 17.08.2017, στην οποία εφαρμόζεται κανονικά ελληνικό δίκαιο και καταρχήν είναι σύμφωνα με το άρθρο 4 του Κανονισμού ελληνικό δικαστήριο αρμόδιο, τότε ο κληρονόμος που ζει στη Γερμανία (ανεξαρτήτως εθνικότητας) μπορεί να δηλώσει την αποποίηση της κληρονομίας και στο κατά τόπο αρμόδιο για αυτόν δικαστήριο στη Γερμανία. Αντίθετα ο κληρονόμος που ζει στην Ελλάδα, ενώ αρμόδιο είναι καταρχήν ένα γερμανικό δικαστήριο, μπορεί να αποποιηθεί την κληρονομία και ενώπιον του ελληνικού δικαστηρίου.
(Πρακτική συμβουλή για τους Έλληνες της διασποράς, οι οποίοι θέλουν να αποποιηθούν την κληρονομία που τους έχει επαχθεί σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο στην Ελλάδα: Εφόσον η κληρονομία είναι υπερχρεωμένη, μπορούν να προβούν έγκυρα σε δήλωση αποποίησης στο αρμόδιο δικαστήριο του τόπου κατοικίας τους στη Γερμανία (ή στο αρμόδιο δικαστήριο του τόπου κατοικίας τους σε οποιοδήποτε άλλο κράτος-μέλος που ισχύει ο Κανονισμός). Προσοχή όμως στις προθεσμίες αποποίησης (βλ. παραπάνω)!)
Αρμοδιότητα για τη συμβολαιογραφική πράξη δήλωσης αποδοχής κληρονομίας σε περίπτωση κληρονομίας ακινήτου που βρίσκεται στην Ελλάδα:
Εδώ δεν πρόκειται για γνήσια κληρονομική περίπτωση: Για την κτήση κυριότητας επί ακινήτου στην Ελλάδα απαιτείται η κατάρτιση συμβολαιογραφικού εγγράφου και η μεταγραφή του. Σε περίπτωση που στην κληρονομία υπάρχουν ακίνητα, ο κληρονόμος προβαίνει στη λεγόμενη «δήλωση αποδοχής κληρονομίας» ενώπιον συμβολαιογράφου, για την οποία συντάσσεται η λεγόμενη «πράξη αποδοχής». Εδώ δεν πρόκειται στην πραγματικότητα για μια πράξη αποδοχής, σε αντιδιαστολή για παράδειγμα προς την έκθεση αποποίησης, αλλά για την τήρηση του προβλεπόμενου από τον ελληνικό Αστικό Κώδικα τύπου για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου. Η ανάγκη τήρησης τύπου προκύπτει από το εμπράγματο και όχι από το κληρονομικό δίκαιο. Για το λόγο αυτό για τη μεταβίβαση της κυριότητας απαιτείται να τηρηθεί ο παραπάνω τύπος, ακόμα και εάν επί της συγκεκριμένης κληρονομίας εφαρμόζεται γενικά γερμανικό δίκαιο. Το ανάποδο ισχύει επίσης και για την κτήση κυριότητας ακινήτου στη Γερμανία. Και εδώ πρέπει να τηρηθεί ο προβλεπόμενος από το εμπράγματο δίκαιο τύπος και να διορθωθεί η εγγραφή στα αρμόδια κτηματολογικά φύλλα. Στη Γερμανία όμως δεν χρειάζεται η συμμετοχή συμβολαιογράφου. Σχετικά με το ερώτημα για το τι να προσέξτε από ελληνικής πλευράς εάν κληρονομήσατε ακίνητο στη Γερμανία θα δημοσιευτεί σύντομα ξεχωριστή ενημέρωση.
Είμαι Έλληνας και ζω στη Γερμανία… είμαι Γερμανός και ζω στην Ελλάδα: Μπορώ να επιλέξω ποιο θα είναι το εφαρμοστέο δίκαιο στην κληρονομία μου;
Εν συντομία: Ναι!
Λεπτομερέστερα:
Σύμφωνα με το άρθρο 22 του Κανονισμού κάθε πρόσωπο δύναται να επιλέξει ως δίκαιο που θα διέπει το σύνολο της κληρονομικής διαδοχής του το δίκαιο του κράτους του οποίου έχει την ιθαγένεια κατά το χρόνο πραγματοποίησης της επιλογής.
Ο Έλληνας που ζει στη Γερμανία μπορεί επομένως να επιλέξει την εφαρμογή του ελληνικού δικαίου, ο Γερμανός που ζει στην Ελλάδα την εφαρμογή του γερμανικού δικαίου.
Η επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου θα πρέπει να γίνει με τον για την διάταξη τελευταίας βούλησης προβλεπόμενο τύπο. Μπορεί να γίνει ξεχωριστά ή απευθείας με διαθήκη.
Εάν δεν γίνει σχετική επιλογή, τότε θα εφαρμοστεί κατά κανόνα το δίκαιο της τελευταίας συνήθους διαμονής του κληρονομούμενου.
Για να αποφύγουμε συνέπειες και αποτελέσματα που δεν είναι ηθελημένα, θα πρέπει προπάντων σε διασυνοριακές περιπτώσεις να εξεταστεί ποιο δίκαιο θα εφαρμοστεί η και ποιο δίκαιο θέλουμε να εφαρμοστεί και εάν μια επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου είναι σκόπιμη.